- θυροειδές
- θυροειδήςlike a doormasc/fem voc sgθυροειδήςlike a doorneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυροειδής — Ιατρικός όρος που αναφέρεται σε διάφορα ανατομικά στοιχεία που έχουν σχέση με το θ. τρήμα του ανώνυμου oστού. Το θ. τρήμα, που ονομάζεται επίσης ηβοϊσχιακό τρήμα, βρίσκεται στο κατώτερο μέρος του ανώνυμου οστού και πιο συγκεκριμένα ακριβώς κάτω… … Dictionary of Greek
υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος … Dictionary of Greek